- εκσκεδάννυμι
- ἐκσκεδάννυμι (Α)διασκορπίζω στον αέρα, απορρίπτω, εκδιώκω («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξεσκέδασας — ἐκσκεδάννυμι scatter to the wind aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)